- Βοτρύας
- Βοτρύᾱς , Βοτρύαςmasc acc pl (doric aeolic)Βοτρύᾱς , Βοτρύαςmasc nom sg (epic doric aeolic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Βότρυας — Βότρυς bunch of grapes masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βότρυας — βότρυς bunch of grapes fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Βότρυα — Βότρυς bunch of grapes masc acc sg Βοτρύας masc voc sg (doric aeolic) Βοτρύας masc nom sg (epic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Synagogue de Doura Europos — 34° 44′ 51″ N 40° 43′ 38″ E / 34.7474, 40.7272 … Wikipédia en Français
VITIS Aurea — in Templo Hierosoly mitano secundo, celebris olim, e qua boti inusitatâ magnitudine dependebant, supra ipsum Templi ostium et quidem supra coronas aureas et argenteas, intra quas aureae catenae suspensae erant, fuit collocata. Docet autem… … Hofmann J. Lexicon universale
ελαιοστάφυλος — ἐλαιοστάφυλος, ο (Α) ο ελαιόκαρπος που παράγεται από βλαστό ελιάς εγκεντρισμένο, μπολιασμένο σε κλήμα («ἐὰν ἐλαίαν εἰς ἄμπελον ἐγκεντρίσῃ, οὐ βότρυας μόνον ἐκ ταύτης γίνεσθαι, ἀλλὰ καὶ ἐλαίας... καλεῑται δὲ ὁ ἐξ αὐτής καρπὸς ἐλαιοστάφυλος»,… … Dictionary of Greek
μέλας — I Επώνυμο μεγάλης ηπειρωτικής οικογένειας με καταγωγή από τα Ιωάννινα. Μετά τον φόνο του αρματολού Γιάννου Μ. και τη δήμευση της μεγάλης αγροτικής περιουσίας της οικογένειας από τους Τούρκους κατά τα μέσα του 17ου αι., πολλά μέλη της αναγκάστηκαν … Dictionary of Greek
πρόχυμα — ύματος, τὸ, ΜΑ [προχέω] μσν. χυμός που ρέει μερικές φορές από το σταφύλι («πρὶν θλιβῆναι τοὺς βότρυας, τὸ ἐξ αὐτῶν αὐτομάτως ἀποστάζον γλεῡκος, ὅ πρόχυμά τινες καλοῡσι», Γεωπ.) αρχ. 1. λεκάνη για το πλύσιμο τών ποτηριών 2. δοκός οικοδομής που… … Dictionary of Greek